συνεθεάσατο

συνεθεάσατο
συνεθεά̱σατο , συνθεάομαι
view
aor ind mp 3rd sg (attic)
συνεθεά̱σατο , συνθεάομαι
view
aor ind mp 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προέδρα — ἡ, Α 1. η πρώτη έδρα, το πρώτο κάθισμα στο θέατρο («ἐκ προέδρας μετὰ τῶν ἀδελφῶν... συνεθεάσατο», Δίων Κάσσ.) 2. είδος προθαλάμου 3. τα πρωτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἕδρα «οίκημα, κάθισμα, θέση, εξουσία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”